- ἀνιχνεύει
- ἀνιχνεύωtrackpres ind mp 2nd sgἀνιχνεύωtrackpres ind act 3rd sgἀνιχνεύωtrackpres ind mp 2nd sgἀνιχνεύωtrackpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιχνεύμων — Είδος θηλαστικών που ζουν στην Αφρική. Η επιστημονική τους ονομασία είναι Herpestes ichneumon. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι εκτιμούσαν τα ζώα αυτά, επειδή έτρωγαν τα φίδια και τα αβγά των κροκόδειλων. Οι ι. έχουν χρώμα σταχτοπράσινο και το μήκος του… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονόμος — (relais). Ηλεκτρομηχανική διάταξη που χρησιμοποιεί τη μεταβολή του ρεύματος ενός κυκλώματος (κύκλωμα χειρισμού) για να ελέγξει τη λειτουργία ενός άλλου ηλεκτρικού κυκλώματος. Ο η. αποτελείται γενικά από έναν ηλεκτρομαγνήτη και από έναν κινητό… … Dictionary of Greek
θερμοδέκτης — ο (θιολ.) αισθητικός δέκτης ο οποίος ανιχνεύει τις μεταβολές τής θερμοκρασίας τού σώματος, αλλ. θερμοϋποδοχέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + δέκτης (< δέχομαι). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thermoreceptor] … Dictionary of Greek
ιχνευτής — ὁ (Α ἰχνευτής) [ιχνεύω] ανιχνευτής, ιχνηλάτης αρχ. 1. στον πληθ. Ἰχνευταί τίτλος σατυρικού δράματος τού Σοφοκλή 2. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που οσφραίνεται και κυνηγά εκείνους που έχουν χρήματα 3. πάπ. εντεταλμένο άτομο που αναζητά ανθρώπους… … Dictionary of Greek
ιχνευτικός — ἰχνευτικός, ή, όν (Α) [ιχνευτής] ικανός ή επιτήδειος στο να ανιχνεύει, ιχνηλάτης. επίρρ... ιχνευτικώς (Μ ἰχνευτικῶς) με ίχνευση*, με αναζήτηση τών ιχνών … Dictionary of Greek
ιχνοσκοπία — ἰχνοσκοπία, ἡ (Α) [ιχνοσκοπώ] το να ανιχνεύει κάποιος, το να αναζητά κάποιος ίχνη … Dictionary of Greek
λαγωνικός — ή, ό (Μ λαγωνικός, ή, όν) 1. (για σκύλο) εκπαιδευμένος να ανιχνεύει λαγούς 2. το ουδ. ως ουσ. το λαγωνικό(ν) παραλλαγή κυνηγετικού σκυλιού που χρησιμεύει ιδίως για το κυνήγι λαγών και το οποίο έχει λεπτό και μακρύ σώμα, κοντό τρίχωμα, μακριά… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
στρατοπεδεία — η, ΝΑ [στρατοπεδεύω] νεοελλ. φρ. «υπηρεσία στρατοπεδείας» στρ. ειδική ομάδα αξιωματικών και οπλιτών που έχει αρμοδιότητα να ανιχνεύει μια περιοχή και να βρίσκει τόπο κατάλληλο για την εγκατάσταση στρατιωτικής μονάδας αρχ. στρατοπέδευση … Dictionary of Greek